- φαρμακοληψία
- η, Νη εσωτερική λήψη φαρμάκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -ληψία (< -λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. θρησκο-ληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρμακοληψία — η η εσωτερική λήψη φαρμάκου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek